
Γιορτινές ημέρες - και όλα γύρω μας ντύθηκαν στα χρώματα του Χειμώνα για τα καλά. Οι καιρικές συνθήκες δείχνουν τα δόντια τους, και η ύπαιθρος τα χωριά, και όλοι εμείς οι πιο τυχεροί που έχουμε τζάκι στο σπίτι μας, αναζητώντας τη θαλπωρή της ζέστης, συχνά πυκνά προσθέτουμε ένα κούτσουρο στην πυρά μας, διατηρώντας τη ζωντανή, αναπολώντας όμορφες οικογενειακές στιγμές ή απολαμβάνοντας την παρέα, με τις σκέψεις πολλές φορές να μας συνεπαίρνουν. Μία γαλήνια εικόνα την οποία εμπλουτίζουν το τρίξιμο του ξύλου τα ακανόνιστα ζωντανά χρωματιστά ολογράμματα της φλόγας , οι μεθυστικές μυρωδιές του δάσους, εικόνες χρώματα και αισθήσεις μιας άλλης εποχής, εικόνες οι οποίες ανασύρουν παλιές οικογενειακές ιστορίες ...
Την σημερινή εποχή της εκβιομηχάνισης και της τεχνολογίας, οι περισσότεροι που ζουν στα αστικά κυρίως κέντρα, ανάγουν την προμήθεια της ξυλείας για τις ανάγκες της θέρμανσής τους, ως ένα ακόμα καταναλωτικό γεγονός, όπως αυτό, της αγοράς τροφίμων από το super market, με τη μόνη έννοια τους να επικεντρώνεται στο αν τους έκλεψε στο ζύγι ο έμπορας, και στο πόσο συμφέρουσα θα είναι για τον οικογενειακό προϋπολογισμό τους, η αγορά καυσόξυλων, σε σχέση με τις τιμές του πετρελαίου θέρμανσης, ή άλλων εναλλακτικών μέσων, όπως το φυσικό αέριο και ο ηλεκτρισμός.
Ο καταναλωτισμός και η αστικοποίηση,η βιομηχανική πρόοδος και η τεχνολογία εξάλειψαν, άλλη μία πολιτιστική μας ρίζα, άλλο ένα παραδοσιακό επάγγελμα του τόπου μας, αυτό του ξυλοκόπου του μπαλτατζή και γι΄αυτό το επάγγελμα θα μιλήσουμε σήμερα, μιας και η οικογενειακή μας παράδοση, διαχρονικά < δένεται > με αυτό, μιας και στο πρόσωπο του γιου μου του Θανάση, την τέταρτη πλέον γενιά, ο θεός με αξιώνει να δω την < τέχνη > του προ - πάππου του να αναβιώνει , έστω και εθιμοτυπικά , για τις ανάγκες της εστίας μας, και οι παραδόσεις της οικογένειάς μας να συνεχίζουν το ταξίδι τους στον χρόνο .
Η οικογενειακή μας παράδοση ξεκινάει το 1918 - 20 περίπου, όταν παππούς μου ο Σωτήρης Παυλόπουλος, γυρνώντας από την Αμερική όπου είχε ως νεαρός μεταναστεύσει και εργαζόταν στην κατασκευή των σιδηροδρόμων, επιστρέφει στη γενέτειρά του το Λεοντάριον Αρκαδίας και αναλαμβάνει τα κτήματα, του προ - πάππου μου Αθανάσιου Τσίριμπα, πλούσια σε κυπαρισσώνες , και δάση, όπως αυτό στη θέση Μυλοκατάραχα, αγοράζοντας και νέα, μεταξύ αυτών και το κτήμα στη θέση Χούνι έχοντας πλέον στην κατοχή του αρκετά στρέμματα δικού μας ιδιόκτητου δάσος.
Το Λεοντάρι τότε ήταν ένα ακμάζον εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο, με πολλά εμπορικά καταστήματα, και πόλος έλξης για τα γύρω χωριά , με τις πρώτες δημόσιες υπηρεσίες να εδρεύουν στα αρχοντικά σπίτια γύρω από την πλατεία του χωριού με την Βυζαντινή εκκλησία των Αγ. Αποστόλων. Όσο πιο κοντά στην πλατεία είχε κάποιος σπίτι, τόσο μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια είχε η οικογένεια, σύμφωνα με τα εθιμοτυπικά τότε πρότυπα. Πολλά Αρχοντικά ανεγείρονταν εκείνη την περίοδο και οι ανάγκες για οικοδομική ξυλεία και θέρμανση ήταν μεγάλη .
Εκείνη την εποχή ο παππούς μου Σωτήρης, αγόρασε τα πρώτα < επαγγελματικά εργαλεία > του, μεγάλα σιδερένια ελάσματα με κοφτερά πριονωτά δόντια και διπλές λαβές, ώστε να δουλεύονται από δύο άνδρες, αγκυλωτούς μπαλτάδες, σφήνες, βαριές, ξύστρες και μεγάλα βαριά τσεκούρια τα λεγόμενα << μανάρες >>.
Πήγαινε στο δάσος μας με τους εργάτες του, και με τα τσεκούρια τους έκοβαν ξύλα και τα πελεκούσαν. Τα ξύλα αυτά τα έκοβαν με τα πριόνια και τα έκαναν σανίδια, με τους μεγάλους κορμούς από τα κυπαρίσσια να χρησιμοποιούντο ως δοκάρια για την κατασκευή και τη στήριξη των κεραμοσκεπών ή τα έκοβαν σε μικρά κομμάτια και τα πουλούσαν για τις σόμπες και τα τζάκια. Τα έσκιζαν με τις σφήνες και τις βαριές, τα καθάριζαν με τα τσεκούρια τους και τα μετέφεραν στο χωριό φορτωμένα σε γαϊδούρια ή μουλάρια.
Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο πόλεμος η κατοχή και η κατάρα του εμφύλιου. Η οικογένεια ΄μας έχασε τα άλογα της και τα ζώα της, τα εργαλεία όμως ο παππούς μου, κατάφερε να τα σώσει καθώς ήταν κρυμμένα βαθιά μέσα στο δάσος, και έτσι με το πέρασμα των χρόνων αυτά ήρθαν στην κατοχή μου και πλέον συντηρημένα κοσμούν τον τοίχο του καθιστικού μου στο πατρικό μου σπίτι, με τα σημάδια πάνω τους να μαρτυρούν μια πτυχή από την ιστορία της οικογένειάς μας.
Ο πατέρας μου ο Θανάσης και ο θείος μου, ο Νίκος τα αγόρια της οικογένειας το 1945 κατετάγησαν λαμβάνοντας μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού.Τίποτα πλέον δεν ήταν όπως πρώτα στην περιοχή μας. Η ανάπτυξη του τόπου σταμάτησε, οι κακουχίες τα πάθη και η καταστροφή , οδήγησαν τους ντόπιους στη μετανάστευση, ως επανορθωτικό μέτρο, κυρίως στην Αμερική , ενώ η μεγάλη αστικοποίηση του πληθυσμού το 1950-55 όπως και πολλούς άλλους, έσπρωξε τον πατέρα μου και τον θείο μου στον Πειραιά προς αναζήτηση μίας καλύτερης ζωής.
Ο πατέρας μου ο Θανάσης και ο θείος μου, ο Νίκος τα αγόρια της οικογένειας το 1945 κατετάγησαν λαμβάνοντας μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού.Τίποτα πλέον δεν ήταν όπως πρώτα στην περιοχή μας. Η ανάπτυξη του τόπου σταμάτησε, οι κακουχίες τα πάθη και η καταστροφή , οδήγησαν τους ντόπιους στη μετανάστευση, ως επανορθωτικό μέτρο, κυρίως στην Αμερική , ενώ η μεγάλη αστικοποίηση του πληθυσμού το 1950-55 όπως και πολλούς άλλους, έσπρωξε τον πατέρα μου και τον θείο μου στον Πειραιά προς αναζήτηση μίας καλύτερης ζωής.
Τα παραδοσιακά αγροτικά επαγγέλματα αφέθηκαν, ξεχάστηκαν, ο τόπος μας παραδόθηκε στη λήθη, τα παιδιά έφυγαν στα αστικά κέντρα, η πρωτογενής παραγωγή περιορίστηκε στη κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, και το μόνο πλέον που θύμιζε εκείνη την παλιά εποχή, ήταν η γεμάτη πάντα με ξυλεία , αποθήκη του παππού μου, ικανή να διατηρήσει ζεστή την οικογενειακή μας εστία, και οι τεράστιοι κορμοί από κυπαρίσσια, που στήριζαν την στέγη μας, και την σκεπή του στάβλου μας.
Τη δεκαετία του 1970 μεγαλώνοντας πλέον εγώ, όλα αυτά αποτέλεσαν έμπνευσή για εμένα με τη φύση και τις αναπαραστάσεις της που άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε αφαιρετικά αποτυπώνονταν βαθιά μέσα στη σκέψη μου, έχοντας την αμυδρή εικόνα του παππού μου από τα παιδικά μου χρόνια, εμπλουτισμένη από τις αφηγήσεις του πατέρα μου.
Αν και έζησα και μεγάλωσα στον Πειραιά, γρήγορα ο τόπος μας με κατέκτησε. Το δάσος μας, ο τόπος μας με συνεπήραν, βίωσα και γνώρισα κάθε γωνία του, με τον πατέρα μου να με οδηγεί στα μονοπάτια του. Κάθε μέρα από νωρίς ζωνόμουν το κυνηγετικό μαχαίρι που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου, και άλλοτε με τη συντροφιά του και άλλοτε μόνος μου, κατηφόριζα προς το δάσος μας. Ενίοτε ανακάλυπτα και μία καινούργια πτυχή του, γνώριζα τη ζωή που έκρυβε μέσα του, τα ζώα, τα ίχνη τους τα δροσερά γάργαρα νερά από την πηγή του στο ρυάκι κάτω από το αλώνι μας τους ήχους του, τις πολυπληθής μυρωδιές του.
Ακόμα και σήμερα σχεδόν 30 χρόνια μετά την απώλεια του πατέρα μου, αντηχούν στα αυτιά μου, οι οδηγίες του, οι παραινέσεις του η παρέα του και το γέλιο του, από την εικόνα μου ως μικρό παιδάκι να προσπαθώ να σηκώσω τη << μανάρα >> του παππού μου . Πόσο πραγματικά μου λείπουν όλα αυτά !!
Ακόμα και σήμερα σχεδόν 30 χρόνια μετά την απώλεια του πατέρα μου, αντηχούν στα αυτιά μου, οι οδηγίες του, οι παραινέσεις του η παρέα του και το γέλιο του, από την εικόνα μου ως μικρό παιδάκι να προσπαθώ να σηκώσω τη << μανάρα >> του παππού μου . Πόσο πραγματικά μου λείπουν όλα αυτά !!
Το 1976 η απώλεια του παππού μου , έκλεισε αυτόν τον κύκλο ζωής, και πλέον οι οικογενειακές μας επισκέψεις στο χωριό, λιγόστεψαν στο έπακρο, μιας και οι ανάγκες του εμπορικού καταστήματος που διατηρούσε ο πατέρας μου στον Πειραιά και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της μητέρας μου Σοφίας, δεν μας επέτρεπαν συχνότερες επισκέψεις . Μάλιστα αυτές οι επισκέψεις, πολλές φορές συνοδεύοντας , από μία πικρία εκ μέρους μου, διότι ο πατέρας μου, αγόραζε ξύλα για το τζάκι μας, αντί να πάμε στο δάσος μας να κόψουμε.
Πάντα μου δικαιολογιότανε πως ήμουν μικρός ακόμα, πως δεν είχαμε χρόνο, και πάντα μου έδινε την υπόσχεση πως την επόμενη φορά θα πηγαίναμε να κόβαμε, ακολουθώντας έτσι και εμείς τα πρότυπα της οικογένειας ...
Πάντα μου δικαιολογιότανε πως ήμουν μικρός ακόμα, πως δεν είχαμε χρόνο, και πάντα μου έδινε την υπόσχεση πως την επόμενη φορά θα πηγαίναμε να κόβαμε, ακολουθώντας έτσι και εμείς τα πρότυπα της οικογένειας ...
Έχοντας φθάσει πλέον τα Χριστούγεννα του 1984, με εμένα ως μαθητή της τρίτης Λυκείου, ο πατέρας μου, πριν το ταξίδι μας για τις διακοπές των Χριστουγέννων στο σπίτι μας στο χωριό, με πήρε και πήγαμε στο τότε πολυκατάστημα του Μινιόν το οποίο δέσποζε στην Αθήνα στην Ομόνοια. Από εκεί αγοράσαμε το πρώτο σύγχρονο εργαλείο για την κοπή της ξυλείας, ένα αλυσοπρίονο της Mc Culloch με το φανταχτερό κίτρινο χρώμα του και τη χρωματιστή μαύρη λάμα του, εικόνες ανεξίτηλες στο μυαλό μου, θεωρώντας ο πατέρας μου, πως πλέον είχε φθάσει η ώρα να μου μάθει τα μυστικά της οικογενειακής μας παράδοσης, και η εστία μας ξανά να ανάψει από ξύλα του δάσους μας, από τα δικά μου χέρια, από εμένα την τρίτη κατά σειρά γενιά .
Φθάνοντας την επομένη στο σπίτι μας στο χωριό Λεοντάριον, και αφού βιαστικά ξεφορτώσαμε το αμάξι μας ένα Nissan Sunny. Οι παραινέσεις και η ανυπομονησία μου έπεισαν τον πατέρα μου, εκείνη τη στιγμή να πάμε στο δάσος μας να κόψουμε ξύλα για το τζάκι μας. Το αμάξι μας όμως ήταν επιβατικό και οι αγροτικοί δρόμοι εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. έτσι λοιπόν μιας και για να πάμε στο αγαπημένο δάσος μου στο κτήμα μας στα Μυλοκατάραχα, έπρεπε να διασχίσουμε τον ποταμό Κουτουφαρίνα, ο πατέρας μου μέσα από έναν κακοτράχηλο αγροτικό δρόμο, με οδήγησε στην πάνω πλευρά του κτήματός μας όπου στη δεξιά του πλευρά πάνω από το αλώνι μας δέσποζε ένα κομμάτι πυκνού δάσους πλούσιο σε βλάστηση μιας και όλη η κάτω πλευρά του κτήματος μας συνόρευε και ακολουθούσε τον ποταμό Κουτουφαρίνα.
Εκεί , μου εξήγησε ότι αν και το κτήμα ήταν δικό μας, για να κόψουμε δέντρα από το δάσος μας, χρειαζόμασταν άδεια από το Δασαρχείο. Μπορούσαμε όμως χωρίς άδεια να κόψουμε ξερά πεσμένα δέντρα, καθώς και καρποφόρα δέντρα όπως την ελιά, αχλαδιά, αγκορτσιά, αμυγδαλιά , καρυδιά, καστανιά κ.τ.λ.
Διάλεξε λοιπόν μία παλιά άγριο ελιά, και μιας και το έδαφος ήταν πρανές, ο πατέρας μου, μου μίλησε για το πόσο σημαντική για την κοπή είναι η κλίση του κορμού του δέντρου και η γωνία του κέντρου βάρους του. Μου εξήγησε ότι θα πρέπει να τοποθετήσω το πριόνι μου αντίθετα με την κλίση του κορμού, και ότι εγώ θα πρέπει να στέκομαι πατώντας σε σταθερό έδαφος, καθαρισμένο από κλαδιά και θάμνους.
Το πριόνι μου να έχει τον οδοντωτό προστατευτικό του οδηγό σταθερά καρφωμένο στον κορμό, ώστε να συγκρατεί το βάρος του εργαλείου, και το μηχάνημα μου να βρίσκεται από την κάτω πλευρά του οδηγού, να το συγκρατώ στη θέση του με το αριστερό μου χέρι, κρατώντας το από την λαβή, και με το δεξί μου χέρι να ελέγχω τη σκανδάλη του μηχανήματος.
Η αλυσίδα μου θα έπρεπε να κόβει από δεξιά προς τα αριστερά , χωρίς να πιέζω τη λάμα, ( ώστε να αποφύγω το μπλοκάρισμα) , αφήνοντας τον καρφωμένο οδηγό με το κεντρικό δόντι του να συγκρατεί σταθερό το μηχάνημα και τα μικρότερα δόντια του να λειτουργούν ως οδηγοί χαράσσοντας τη γωνία κλίσης του μηχανήματός μου.
Μου έδειξε ότι θα πρέπει να κόβω τον κορμό σε ύψος 20-30 εκ. πάνω από το έδαφος, και προπάντων πάνω από το τελευταίο , < μάτι > ώστε να ξανά πετάξει η ρίζα και να ξανά δημιουργηθεί το δέντρο μας.
Αφού έκοψα τον πρώτο μου κορμό, ο πατέρας μου, μου έδειξε ότι θα έπρεπε, αν το έδαφος δεν ήταν < βολικό > , να ανασηκώσω το πίσω μέρος του κορμού χρησιμοποιώντας ως μοχλό τη < μανάρα > μου και να τοποθετήσω μία πέτρα ή ένα κομμάτι ξύλο από κάτω του, έτσι ώστε να μπορέσω να τεμαχίσω τον κορμό ανά 30-40 εκ. χωρίς η αλυσίδα του μηχανήματος μου να βρίσκει στο χώμα, και να χαλούν τα δόντια της. Επίσης μου είπε πως τα κλαδιά του δέντρου, είναι πολύ σημαντικά στο να διατηρείται ζωντανή η φλόγα στην εστία μας, και έτσι θα έπρεπε να κόψω και να τεμαχίσω και αυτά ως το σημείο που λεπτενουν έτσι ώστε να μην < στομώνει > η αλυσίδα μου. Για να μπορώ βέβαια να ανάψω εύκολα την εστία μας θα έπρεπε αρχικά να χρησιμοποιήσω λεπτά κλαδιά ως προς - ανάματα, και έτσι θα έπρεπε σε ένα τσουβάλι να μαζέψω τις άκρες των κλαδιών που περίσσεψαν, και να τις αφήσω σε ένα στεγνό μέρος ή στην αποθήκη μας ώστε να ξεραθούν.
Εκείνη την ημέρα έμαθα πολλά σημαντικά πράγματα, αλλά όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή !!!
Φθάνοντας στο σπίτι μας στο χωριό, και αφού ξεφορτώσαμε τα ξύλα, ήρθε η ώρα ο πατέρας μου, να μου δείξει πως να σχίζω σε μικρότερα κομμάτια τον τεμαχισμένο κορμό, ώστε να είναι ευκολότερη η καύση των ξύλων μας στην εστία μας, και να έχουμε μεγαλύτερη απόδοση. Είχε φθάσει η ώρα να μου δείξει πως χρησιμοποιούνταν τα οικογενειακά μας εργαλεία και να αναβιώσει στο πρόσωπό μου η τέχνη των προγόνων μας.
Αφού διάλεξε ένα μεγάλο στιβαρό κούτσουρο από την αποθήκη μας, μου ζήτησε να τοποθετήσω, πάνω του ένα κομμάτι κορμό. Μου είπε ότι τα < νερά > του ξύλου του κορμού θα έπρεπε να είναι κάθετα στο κούτσουρο. Πήρα τη < μανάρα > του παππού μου στα χέρια μου, ένα 5 κιλό συμπαγές τσεκούρι, με μεγάλο πλατύ στόμιο και μακρυά ξύλινη λαβή, η οποία σαν από θαύμα < ζύγισε > απόλυτα στα χέρια μου, μεταφέροντας μου ένα συναίσθημα αυτοπεποίθησης, παρά το βάρος μιας ολόκληρης οικογενειακής παράδοσης που την συνόδευε .
Ο πατέρας μου, μου ζήτησε να σταθώ ίσια, απέναντι από τον κορμό και από το ύψος της μέσης μου, να σηκώσω τη < μανάρα > , χωρίς να σκύβω μπροστά, και να ακουμπήσω την πάνω πλατιά μύτη της κόψης στον κορμό, 5 περίπου εκατοστά από την άκρη του. Να τη < ζυγίσω > στα χέρια μου, τοποθετώντας το δεξί μου χέρι χαμηλά κάτω στη ξύλινη λαβή της, κρατώντας τη σφιχτά, ενώ το αριστερό μου χέρι 30 περίπου εκατοστά πάνω από το δεξί μου στη λαβή της, έχοντάς το χαλαρό ώστε να το χρησιμοποιήσω ως οδηγό στη κίνησή μου.
Μου ζήτησε να ανοίξω τα πόδια μου, ως το άνοιγμα των ώμων μου, και να λυγίσω τα γόνατά μου. Να συγκεντρωθώ στον κορμό, να σηκώσω τη < μανάρα > μου πάνω από το κεφάλι μου, και να την κατεβάσω με όλη μου τη ψυχή πάνω στο χείλος του κορμού , όπως σημάδεψα, σφίγγοντας δυνατά πριν το χτύπημα το αριστερό μου χέρι πάνω στη λαβή.
Ένας ξερός θόρυβος ακούστηκε, και ο κορμός άνοιξε στα δύο. Τα κομμάτια του πετάχτηκαν με δύναμη δεξιά και αριστερά, ενώ η μύτη της < μανάρας > μου κάρφωσε στο κούτσουρο που χρησιμοποιούσα ως βάση. Έμεινα αρκετή ώρα έτσι σε αυτή τη θέση νιώθοντας το αίμα στις φλέβες μου να κινείται με δύναμη και τους μυς μου να τεντώνονται από το σφίξιμο στη λαβή της < μανάρας>.
Αυθόρμητα μια ικανοποίηση και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου, και από αυτόν τον λήθαργο με ξύπνησε η φωνή του πατέρα μου . Εεεε δεν θα νυχτώσουμε εδώ !!! έχουμε πολλά ακόμη να ανοίξουμε ... Στιγμές και λόγια τα οποία χαράχτηκαν και παραμένουν ως και σήμερα βαθιά στο νου μου ..
Πράγματι είχαμε πολλά ακόμη να ανοίξουμε, είχα πολλά ακόμη να διδαχθώ και να μάθω . ...
Το επόμενο κομμάτι κορμού δεν ήταν τόσο ίσιο. Παρουσίαζε ασύμμετρες καμπύλες και ρόζους. Πήρα πάλι την στάση που έπρεπε, , < ζύγισα > τη < μανάρα > στα χέρια μου και χτύπησα τον κορμό στο σημείο που έπρεπε με όλη μου την ψυχή. Ένα τρίξιμο από τον κορμό ακούστηκε και μία ρωγμή σχηματίστηκε κατά μήκος του. Όμως ο κορμός δεν άνοιξε όπως πρωτύτερα. Στεκόταν εκεί σαν να με περιγελούσε. Απογοητεύτηκα !!
Ένα Μπράβο !! ακούστηκε από τον πατέρα μου. Έκανες αυτό που έπρεπε ... Απορημένος ακόμα εγώ τον άκουσα να μου λέει να το ρίξω κάτω στο χώμα, να πάρω την < σφήνα > ένα μεταλλικό βαρύ κωνικό σίδερο με μύτη στη μια του πλευρά και και πλατύ συμπαγές κεφάλι στην άλλη.
Εκεί που σχηματίστηκε η ρωγμή, στο πλατύτερο σημείο της βάλε τη < σφήνα > και χτύπα τη με τη βαριά ( ένα πλατύ συμπαγές βαρύ , με κοντή λαβή σιδερένιο σφυρί ) , μέχρι να καρφώσει η μύτη της. ....
Ένα - δύο δυνατά χτυπήματα, και το πρώτο τρίξιμο του ξύλου που σχιζόταν ακούστηκε στα αυτιά μου ... Φτάνει ως εκεί .. ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου .. Πάρε τώρα την βαριοπούλα ( ένα εφτάκιλο τουλάχιστον μεγάλο σιδερένιο εργαλείο σαν σφήνα από την μια πλευρά του και πλατύ από την άλλη , με μακρυά ξύλινη λαβή ) .. ζύγισε την στα χέρια σου ... και όπως έκανες πριν με την μανάρα , σημάδεψε και χτύπα την σφήνα ... μου είπε ο πατέρας μου ..
Πράγματι ακολούθησα τις οδηγίες του ... αν και πραγματικά ζορίστηκα να σηκώσω ψηλά την βαριοπούλα ... και αφού σημάδεψα την σφήνα ένας ξερός μεταλλικός ήχος ακούστηκε αρχικά .. και στην συνέχεια το τρίξιμο από το κούτσουρο που σκιζόταν σκορπώντας σκλήθρες τριγύρω κυριάρχησε στην αυλή μας.
Το κούτσουρο, σκίστηκε και η μυρωδιά από του ξύλου, ξύπνησε τις αισθήσεις μου ... Μια μυρωδιά η οποία για πολλά στην συνέχεια χρόνια έγινε βίωμα μου . Τα χρόνια πέρασαν και η απώλεια του πατέρα μου, με οδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα μακρυά από το σπίτι μας στο χωριό, μακρυά από το δάσος μας...
Οι απαιτητικές επαγγελματικές μου συνθήκες εργασίας, και ο ερχομός της Άννας μου και του Θανάση μου, με απομάκρυναν ακόμη περισσότερο, από τις ρίζες μου. Τα χρόνια περνούσαν, και η ζωή στο σπίτι, αναλωνόταν γύρω από τα παιδιά και την συνήθη αστική ζωή. Η ζωή στο χωριό και το δάσος μας, κατά καιρούς φευγαλέα ερχόταν στη θύμησή μου. Η οικογένεια μας εγκατέλειψε το ξύλο για θέρμανση, για ζεστό νερό και το ψήσιμο του φαγητού. Δύο γενιές από την οικογένειά μας, είχαν πλέον χαθεί και μαζί τους όλα έδειχναν πως και η οικογενειακή μας παράδοση, ακολουθούσε τη λήθη του χρόνου ..
Έκλεισε αλήθεια αυτός ο επαγγελματικός οικογενειακός κύκλος ?? παραδόθηκε στη λήθη του χρόνου το οικογενειακό μας επάγγελμα, αυτό του ξυλοκόπου του μπαλτατζή ??
Η Οικονομική κρίση, το 2010 έκανε πλέον αισθητή την παρουσία της, και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αποστρατεία μου, συνέτειναν, στο να πάρω μία απόφαση ζωής.
Το καλοκαίρι του 2011, απόστρατος πλέον και με την οικονομική κρίση να χτυπάει την πόρτα μας, η αναζήτηση μιας συμβατής λύσης, φάνταζε ως μονόδρομος . Από τα Χανιά της Κρήτης, όπου ήταν το σπίτι μου , η οικογένεια μου, μπήκα στο πλοίο της γραμμής, έχοντας την συντροφιά του κουμπάρου μου του Δημήτρη ( εργολάβος οικοδομών στο επάγγελμα , άνεργος , χτυπημένος από την οικονομική κρίση ) λίγα ευρώ μιας και σύνταξή μου ακόμη δεν είχε εκδοθεί, και ένα δανεικό αγροτικό αυτοκίνητο. Προορισμό μου το χωριό μου, το σπίτι μου, το κτήμα μου το δάσος μου.

Φθάνοντας στη γη μας, όλα πλέον μου φαίνονταν πιο απλά, πιο φιλικά πιο γνώριμα. Το σπίτι μας ήταν εκεί, αγέρωχο και ζεστό, σαν να με περίμενε όλα αυτά τα χρόνια. Ριχτήκαμε με όρεξη στην δουλειά, έβγαλα τις πρώτες μου άδειες από το δασαρχείο, και με πείσμα καθαρίζαμε μέρα με την μέρα, όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από το κτήμα. Τα πρώτα κηπευτικά ρίζωναν στην γη των προγόνων μου, ενώ δεν άργησαν να φτάσουν και οι πρώτες μου παραγγελίες για ξύλα.
Η τεχνολογία και το ίντερνετ, ως δια μαγείας, σε αρμονία με τις παραδοσιακές τεχνικές έφεραν τα πρώτα αποτελέσματα, .. τα πρώτα έσοδα... Ο κόσμος οι συγγενείς οι φίλοι, αγκάλιασαν τα προϊόντα μας. Συνάμα όποιος γέροντας από το χωρίο ήθελε να του καθαρίσω το χωράφι του και ξύλα, σε εμένα απευθυνόταν. Δεν φοβηθήκαμε την δουλεία, το χώμα την λάσπη .. Αγκαλιάσαμε τον τόπο μας, και αυτός αγκάλιασε εμένα. Σύντομα τα πατροπαράδοτα οικογενειακά μας εργαλεία, αντικαταστάθηκαν με πιο σύγχρονα και δυνατά μηχανήματα. Πολλοί με πλήρωναν για την εργασία μου, και με αρνάκια - κατσικάκια, αλλά και με κοτόπουλα και ότι άλλο είχε ο βιός τους. Με την βοήθεια του Δημήτρη, αναστηλώσαμε τον στάβλο μας, και το κτήμα μας γέμισε με ζωή.
Πήραμε και τον Μπεν ( ένα πανέμορφο ζωηρό καραγκούνικο κριαράκι ) και τον Κανέλο ( ένα καφετί άπαιχτο τραγάκι Δαμασκού ), ενώ στην παρέα μας πλέον προστέθηκε, η Κανέλα, η Ασπρούλα, η Μαυρούλα , η Καφετούλα, ο Κοκορίκος ο Παρλαπίπας η Ασπροκόλα η Μαυρολόλα, η Χοντροκόλα, και ένα σωρό άλλα οικόσιτα ζωάκια ..
Η Αρκαδία Μητέρα Γη ... ήταν πλέον γεγονός !!!!

Μέσα από το ίντερνετ, ο κόσμος έμαθε για εμάς, και αγκάλιασε και εμάς και τα προϊόντα μας. Πολλά σπίτια στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή, μας άνοιξαν την πόρτα τους, είτε για τα ξύλα μας είτε για τα προϊόντα μας, τα κτήματα απόκτησαν ξανά ζωή, και πλέον η παρακαταθήκη των προηγούμενων γενεών, αναβίωνε μέσα από τα χέρια μου. Το δάσος μας στήριξε την οικογένειά μας, για άλλη μία φορά, και η γη μας , μας πρόσφερε απλόχερα τον πλούτο της.
Η Άννα μου και ο Θανάσης μου, με κάθε ευκαιρία ήταν κοντά μας, γνώρισαν το τόπο μας, την τέχνη, την γη μας , τα αγκάλιασαν και αυτοί με την σειρά τους, και τους αγκάλιασε και η γη μας, έμαθαν να δουλεύουν αυτή, έμαθαν την παραδοσιακή οικογενειακή μας τέχνη, αυτή του ξυλοκόπου του μπαλτατζή, έμαθαν να ζουν από την γη μας, και πλέον ο χρόνος είμαι σίγουρος πως θα αναλάβει όλα τα υπόλοιπα .....
Αφιερωμένο στον πατέρα μου, και την γη μας που τον αγκαλιάζει ...
Φθάνοντας την επομένη στο σπίτι μας στο χωριό Λεοντάριον, και αφού βιαστικά ξεφορτώσαμε το αμάξι μας ένα Nissan Sunny. Οι παραινέσεις και η ανυπομονησία μου έπεισαν τον πατέρα μου, εκείνη τη στιγμή να πάμε στο δάσος μας να κόψουμε ξύλα για το τζάκι μας. Το αμάξι μας όμως ήταν επιβατικό και οι αγροτικοί δρόμοι εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. έτσι λοιπόν μιας και για να πάμε στο αγαπημένο δάσος μου στο κτήμα μας στα Μυλοκατάραχα, έπρεπε να διασχίσουμε τον ποταμό Κουτουφαρίνα, ο πατέρας μου μέσα από έναν κακοτράχηλο αγροτικό δρόμο, με οδήγησε στην πάνω πλευρά του κτήματός μας όπου στη δεξιά του πλευρά πάνω από το αλώνι μας δέσποζε ένα κομμάτι πυκνού δάσους πλούσιο σε βλάστηση μιας και όλη η κάτω πλευρά του κτήματος μας συνόρευε και ακολουθούσε τον ποταμό Κουτουφαρίνα.
Εκεί , μου εξήγησε ότι αν και το κτήμα ήταν δικό μας, για να κόψουμε δέντρα από το δάσος μας, χρειαζόμασταν άδεια από το Δασαρχείο. Μπορούσαμε όμως χωρίς άδεια να κόψουμε ξερά πεσμένα δέντρα, καθώς και καρποφόρα δέντρα όπως την ελιά, αχλαδιά, αγκορτσιά, αμυγδαλιά , καρυδιά, καστανιά κ.τ.λ.
Διάλεξε λοιπόν μία παλιά άγριο ελιά, και μιας και το έδαφος ήταν πρανές, ο πατέρας μου, μου μίλησε για το πόσο σημαντική για την κοπή είναι η κλίση του κορμού του δέντρου και η γωνία του κέντρου βάρους του. Μου εξήγησε ότι θα πρέπει να τοποθετήσω το πριόνι μου αντίθετα με την κλίση του κορμού, και ότι εγώ θα πρέπει να στέκομαι πατώντας σε σταθερό έδαφος, καθαρισμένο από κλαδιά και θάμνους.
Το πριόνι μου να έχει τον οδοντωτό προστατευτικό του οδηγό σταθερά καρφωμένο στον κορμό, ώστε να συγκρατεί το βάρος του εργαλείου, και το μηχάνημα μου να βρίσκεται από την κάτω πλευρά του οδηγού, να το συγκρατώ στη θέση του με το αριστερό μου χέρι, κρατώντας το από την λαβή, και με το δεξί μου χέρι να ελέγχω τη σκανδάλη του μηχανήματος.
Η αλυσίδα μου θα έπρεπε να κόβει από δεξιά προς τα αριστερά , χωρίς να πιέζω τη λάμα, ( ώστε να αποφύγω το μπλοκάρισμα) , αφήνοντας τον καρφωμένο οδηγό με το κεντρικό δόντι του να συγκρατεί σταθερό το μηχάνημα και τα μικρότερα δόντια του να λειτουργούν ως οδηγοί χαράσσοντας τη γωνία κλίσης του μηχανήματός μου.
Μου έδειξε ότι θα πρέπει να κόβω τον κορμό σε ύψος 20-30 εκ. πάνω από το έδαφος, και προπάντων πάνω από το τελευταίο , < μάτι > ώστε να ξανά πετάξει η ρίζα και να ξανά δημιουργηθεί το δέντρο μας.
Αφού έκοψα τον πρώτο μου κορμό, ο πατέρας μου, μου έδειξε ότι θα έπρεπε, αν το έδαφος δεν ήταν < βολικό > , να ανασηκώσω το πίσω μέρος του κορμού χρησιμοποιώντας ως μοχλό τη < μανάρα > μου και να τοποθετήσω μία πέτρα ή ένα κομμάτι ξύλο από κάτω του, έτσι ώστε να μπορέσω να τεμαχίσω τον κορμό ανά 30-40 εκ. χωρίς η αλυσίδα του μηχανήματος μου να βρίσκει στο χώμα, και να χαλούν τα δόντια της. Επίσης μου είπε πως τα κλαδιά του δέντρου, είναι πολύ σημαντικά στο να διατηρείται ζωντανή η φλόγα στην εστία μας, και έτσι θα έπρεπε να κόψω και να τεμαχίσω και αυτά ως το σημείο που λεπτενουν έτσι ώστε να μην < στομώνει > η αλυσίδα μου. Για να μπορώ βέβαια να ανάψω εύκολα την εστία μας θα έπρεπε αρχικά να χρησιμοποιήσω λεπτά κλαδιά ως προς - ανάματα, και έτσι θα έπρεπε σε ένα τσουβάλι να μαζέψω τις άκρες των κλαδιών που περίσσεψαν, και να τις αφήσω σε ένα στεγνό μέρος ή στην αποθήκη μας ώστε να ξεραθούν.
Εκείνη την ημέρα έμαθα πολλά σημαντικά πράγματα, αλλά όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή !!!
Φθάνοντας στο σπίτι μας στο χωριό, και αφού ξεφορτώσαμε τα ξύλα, ήρθε η ώρα ο πατέρας μου, να μου δείξει πως να σχίζω σε μικρότερα κομμάτια τον τεμαχισμένο κορμό, ώστε να είναι ευκολότερη η καύση των ξύλων μας στην εστία μας, και να έχουμε μεγαλύτερη απόδοση. Είχε φθάσει η ώρα να μου δείξει πως χρησιμοποιούνταν τα οικογενειακά μας εργαλεία και να αναβιώσει στο πρόσωπό μου η τέχνη των προγόνων μας.
Αφού διάλεξε ένα μεγάλο στιβαρό κούτσουρο από την αποθήκη μας, μου ζήτησε να τοποθετήσω, πάνω του ένα κομμάτι κορμό. Μου είπε ότι τα < νερά > του ξύλου του κορμού θα έπρεπε να είναι κάθετα στο κούτσουρο. Πήρα τη < μανάρα > του παππού μου στα χέρια μου, ένα 5 κιλό συμπαγές τσεκούρι, με μεγάλο πλατύ στόμιο και μακρυά ξύλινη λαβή, η οποία σαν από θαύμα < ζύγισε > απόλυτα στα χέρια μου, μεταφέροντας μου ένα συναίσθημα αυτοπεποίθησης, παρά το βάρος μιας ολόκληρης οικογενειακής παράδοσης που την συνόδευε .
Ο πατέρας μου, μου ζήτησε να σταθώ ίσια, απέναντι από τον κορμό και από το ύψος της μέσης μου, να σηκώσω τη < μανάρα > , χωρίς να σκύβω μπροστά, και να ακουμπήσω την πάνω πλατιά μύτη της κόψης στον κορμό, 5 περίπου εκατοστά από την άκρη του. Να τη < ζυγίσω > στα χέρια μου, τοποθετώντας το δεξί μου χέρι χαμηλά κάτω στη ξύλινη λαβή της, κρατώντας τη σφιχτά, ενώ το αριστερό μου χέρι 30 περίπου εκατοστά πάνω από το δεξί μου στη λαβή της, έχοντάς το χαλαρό ώστε να το χρησιμοποιήσω ως οδηγό στη κίνησή μου.
Μου ζήτησε να ανοίξω τα πόδια μου, ως το άνοιγμα των ώμων μου, και να λυγίσω τα γόνατά μου. Να συγκεντρωθώ στον κορμό, να σηκώσω τη < μανάρα > μου πάνω από το κεφάλι μου, και να την κατεβάσω με όλη μου τη ψυχή πάνω στο χείλος του κορμού , όπως σημάδεψα, σφίγγοντας δυνατά πριν το χτύπημα το αριστερό μου χέρι πάνω στη λαβή.
Ένας ξερός θόρυβος ακούστηκε, και ο κορμός άνοιξε στα δύο. Τα κομμάτια του πετάχτηκαν με δύναμη δεξιά και αριστερά, ενώ η μύτη της < μανάρας > μου κάρφωσε στο κούτσουρο που χρησιμοποιούσα ως βάση. Έμεινα αρκετή ώρα έτσι σε αυτή τη θέση νιώθοντας το αίμα στις φλέβες μου να κινείται με δύναμη και τους μυς μου να τεντώνονται από το σφίξιμο στη λαβή της < μανάρας>.
Αυθόρμητα μια ικανοποίηση και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου, και από αυτόν τον λήθαργο με ξύπνησε η φωνή του πατέρα μου . Εεεε δεν θα νυχτώσουμε εδώ !!! έχουμε πολλά ακόμη να ανοίξουμε ... Στιγμές και λόγια τα οποία χαράχτηκαν και παραμένουν ως και σήμερα βαθιά στο νου μου ..
Πράγματι είχαμε πολλά ακόμη να ανοίξουμε, είχα πολλά ακόμη να διδαχθώ και να μάθω . ...
Το επόμενο κομμάτι κορμού δεν ήταν τόσο ίσιο. Παρουσίαζε ασύμμετρες καμπύλες και ρόζους. Πήρα πάλι την στάση που έπρεπε, , < ζύγισα > τη < μανάρα > στα χέρια μου και χτύπησα τον κορμό στο σημείο που έπρεπε με όλη μου την ψυχή. Ένα τρίξιμο από τον κορμό ακούστηκε και μία ρωγμή σχηματίστηκε κατά μήκος του. Όμως ο κορμός δεν άνοιξε όπως πρωτύτερα. Στεκόταν εκεί σαν να με περιγελούσε. Απογοητεύτηκα !!
Ένα Μπράβο !! ακούστηκε από τον πατέρα μου. Έκανες αυτό που έπρεπε ... Απορημένος ακόμα εγώ τον άκουσα να μου λέει να το ρίξω κάτω στο χώμα, να πάρω την < σφήνα > ένα μεταλλικό βαρύ κωνικό σίδερο με μύτη στη μια του πλευρά και και πλατύ συμπαγές κεφάλι στην άλλη.
Εκεί που σχηματίστηκε η ρωγμή, στο πλατύτερο σημείο της βάλε τη < σφήνα > και χτύπα τη με τη βαριά ( ένα πλατύ συμπαγές βαρύ , με κοντή λαβή σιδερένιο σφυρί ) , μέχρι να καρφώσει η μύτη της. ....
Ένα - δύο δυνατά χτυπήματα, και το πρώτο τρίξιμο του ξύλου που σχιζόταν ακούστηκε στα αυτιά μου ... Φτάνει ως εκεί .. ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου .. Πάρε τώρα την βαριοπούλα ( ένα εφτάκιλο τουλάχιστον μεγάλο σιδερένιο εργαλείο σαν σφήνα από την μια πλευρά του και πλατύ από την άλλη , με μακρυά ξύλινη λαβή ) .. ζύγισε την στα χέρια σου ... και όπως έκανες πριν με την μανάρα , σημάδεψε και χτύπα την σφήνα ... μου είπε ο πατέρας μου ..
Πράγματι ακολούθησα τις οδηγίες του ... αν και πραγματικά ζορίστηκα να σηκώσω ψηλά την βαριοπούλα ... και αφού σημάδεψα την σφήνα ένας ξερός μεταλλικός ήχος ακούστηκε αρχικά .. και στην συνέχεια το τρίξιμο από το κούτσουρο που σκιζόταν σκορπώντας σκλήθρες τριγύρω κυριάρχησε στην αυλή μας.
Το κούτσουρο, σκίστηκε και η μυρωδιά από του ξύλου, ξύπνησε τις αισθήσεις μου ... Μια μυρωδιά η οποία για πολλά στην συνέχεια χρόνια έγινε βίωμα μου . Τα χρόνια πέρασαν και η απώλεια του πατέρα μου, με οδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα μακρυά από το σπίτι μας στο χωριό, μακρυά από το δάσος μας...
Οι απαιτητικές επαγγελματικές μου συνθήκες εργασίας, και ο ερχομός της Άννας μου και του Θανάση μου, με απομάκρυναν ακόμη περισσότερο, από τις ρίζες μου. Τα χρόνια περνούσαν, και η ζωή στο σπίτι, αναλωνόταν γύρω από τα παιδιά και την συνήθη αστική ζωή. Η ζωή στο χωριό και το δάσος μας, κατά καιρούς φευγαλέα ερχόταν στη θύμησή μου. Η οικογένεια μας εγκατέλειψε το ξύλο για θέρμανση, για ζεστό νερό και το ψήσιμο του φαγητού. Δύο γενιές από την οικογένειά μας, είχαν πλέον χαθεί και μαζί τους όλα έδειχναν πως και η οικογενειακή μας παράδοση, ακολουθούσε τη λήθη του χρόνου ..
Έκλεισε αλήθεια αυτός ο επαγγελματικός οικογενειακός κύκλος ?? παραδόθηκε στη λήθη του χρόνου το οικογενειακό μας επάγγελμα, αυτό του ξυλοκόπου του μπαλτατζή ??
Η Οικονομική κρίση, το 2010 έκανε πλέον αισθητή την παρουσία της, και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αποστρατεία μου, συνέτειναν, στο να πάρω μία απόφαση ζωής.
Το καλοκαίρι του 2011, απόστρατος πλέον και με την οικονομική κρίση να χτυπάει την πόρτα μας, η αναζήτηση μιας συμβατής λύσης, φάνταζε ως μονόδρομος . Από τα Χανιά της Κρήτης, όπου ήταν το σπίτι μου , η οικογένεια μου, μπήκα στο πλοίο της γραμμής, έχοντας την συντροφιά του κουμπάρου μου του Δημήτρη ( εργολάβος οικοδομών στο επάγγελμα , άνεργος , χτυπημένος από την οικονομική κρίση ) λίγα ευρώ μιας και σύνταξή μου ακόμη δεν είχε εκδοθεί, και ένα δανεικό αγροτικό αυτοκίνητο. Προορισμό μου το χωριό μου, το σπίτι μου, το κτήμα μου το δάσος μου.

Φθάνοντας στη γη μας, όλα πλέον μου φαίνονταν πιο απλά, πιο φιλικά πιο γνώριμα. Το σπίτι μας ήταν εκεί, αγέρωχο και ζεστό, σαν να με περίμενε όλα αυτά τα χρόνια. Ριχτήκαμε με όρεξη στην δουλειά, έβγαλα τις πρώτες μου άδειες από το δασαρχείο, και με πείσμα καθαρίζαμε μέρα με την μέρα, όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από το κτήμα. Τα πρώτα κηπευτικά ρίζωναν στην γη των προγόνων μου, ενώ δεν άργησαν να φτάσουν και οι πρώτες μου παραγγελίες για ξύλα.
Η τεχνολογία και το ίντερνετ, ως δια μαγείας, σε αρμονία με τις παραδοσιακές τεχνικές έφεραν τα πρώτα αποτελέσματα, .. τα πρώτα έσοδα... Ο κόσμος οι συγγενείς οι φίλοι, αγκάλιασαν τα προϊόντα μας. Συνάμα όποιος γέροντας από το χωρίο ήθελε να του καθαρίσω το χωράφι του και ξύλα, σε εμένα απευθυνόταν. Δεν φοβηθήκαμε την δουλεία, το χώμα την λάσπη .. Αγκαλιάσαμε τον τόπο μας, και αυτός αγκάλιασε εμένα. Σύντομα τα πατροπαράδοτα οικογενειακά μας εργαλεία, αντικαταστάθηκαν με πιο σύγχρονα και δυνατά μηχανήματα. Πολλοί με πλήρωναν για την εργασία μου, και με αρνάκια - κατσικάκια, αλλά και με κοτόπουλα και ότι άλλο είχε ο βιός τους. Με την βοήθεια του Δημήτρη, αναστηλώσαμε τον στάβλο μας, και το κτήμα μας γέμισε με ζωή.
Πήραμε και τον Μπεν ( ένα πανέμορφο ζωηρό καραγκούνικο κριαράκι ) και τον Κανέλο ( ένα καφετί άπαιχτο τραγάκι Δαμασκού ), ενώ στην παρέα μας πλέον προστέθηκε, η Κανέλα, η Ασπρούλα, η Μαυρούλα , η Καφετούλα, ο Κοκορίκος ο Παρλαπίπας η Ασπροκόλα η Μαυρολόλα, η Χοντροκόλα, και ένα σωρό άλλα οικόσιτα ζωάκια ..
Η Αρκαδία Μητέρα Γη ... ήταν πλέον γεγονός !!!!
Μέσα από το ίντερνετ, ο κόσμος έμαθε για εμάς, και αγκάλιασε και εμάς και τα προϊόντα μας. Πολλά σπίτια στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή, μας άνοιξαν την πόρτα τους, είτε για τα ξύλα μας είτε για τα προϊόντα μας, τα κτήματα απόκτησαν ξανά ζωή, και πλέον η παρακαταθήκη των προηγούμενων γενεών, αναβίωνε μέσα από τα χέρια μου. Το δάσος μας στήριξε την οικογένειά μας, για άλλη μία φορά, και η γη μας , μας πρόσφερε απλόχερα τον πλούτο της.
Η Άννα μου και ο Θανάσης μου, με κάθε ευκαιρία ήταν κοντά μας, γνώρισαν το τόπο μας, την τέχνη, την γη μας , τα αγκάλιασαν και αυτοί με την σειρά τους, και τους αγκάλιασε και η γη μας, έμαθαν να δουλεύουν αυτή, έμαθαν την παραδοσιακή οικογενειακή μας τέχνη, αυτή του ξυλοκόπου του μπαλτατζή, έμαθαν να ζουν από την γη μας, και πλέον ο χρόνος είμαι σίγουρος πως θα αναλάβει όλα τα υπόλοιπα .....
Αφιερωμένο στον πατέρα μου, και την γη μας που τον αγκαλιάζει ...